- ἐπεντρίψαντα
- ἐπεντρί̱ψαντα , ἐπί-ἐντρίβωrub inaor part act neut nom/voc/acc plἐπεντρί̱ψαντα , ἐπί-ἐντρίβωrub inaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεντρίβω — ἐπεντρίβω (AM) μσν. (για χτύπημα) καταφέρω («πληγὴν ἐπεντρίψαντα τῷ Θερσίτη», Ευστ.) αρχ. 1. επιχρίω 2. κακοποιώ, καταστρέφω … Dictionary of Greek